Πέτρος Κουμπλής
Νίκος Παπάζογλου- Από ποιο μακρινό Αστέρι είναι το Φως
- Αυτό είναι το παιδί του τελευταίου θρανίου;
- Αυτό είναι… - Που έχει το κόκκινο μαντήλι;
- Αυτό…
- Και τα μακριά μαλλιά;
Μεγάλωσα γνωρίζοντας πως ο Νικόλας ήταν το παιδί του τελευταίου θρανίου. Ο συμμαθητής του μπαμπά μου στην μεταπολεμική φτωχική μα ζωντανή Σαλονίκη. Το παιδί που όλη μέρα στο σχολείο, έπαιρνε τα δυο μολύβια του κι έστηνε αυτοσχέδιους ρυθμούς, χτυπώντας το θρανίο. Προσπαθούσα να τους φανταστώ μέσα στην τάξη. Οι εικόνες μου δεν είχαν χρώματα. Ήταν ασπρόμαυρες ή σέπια, όπως οι λιγοστές φωτογραφίες που είχε το παιδικό άλμπουμ του πατέρα μου.
«Τότε δεν υπήρχαν χρώματα..; Ήταν έτσι ο κόσμος…;» αναρωτιόμουνα.
Τον αγαπούσα τον Παπάζογλου. Τον αγαπούσα πραγματικά. Όπως αγαπούσα και τους δικούς μου συμμαθητές, τα φιλαράκια μου.
Μεγάλωσα και συνέχισα να τον αγαπώ. Ενίοτε με λογική (λεγόταν εκτίμηση στο έργο του), μα πάντοτε με κάτι ακαθόριστο που είχε να κάνει με μια «συγγένεια», που ένιωθα πως είχαμε. Ένιωθα πάντοτε τόσο οικεία με τη όψη του, με τη φωνή του, με ό,τι ήθελε να πει, που δεν μπορούσα να τον ξεχωρίσω απ’ τα μέλη της οικογένειάς μου. Παράδοξο, αυθαίρετο. Αληθινό.
Είναι μερικοί άνθρωποι που έρχονται σε αυτόν τον κόσμο για να θυμίσουν κάτι απ’ το κοινό μας Φως. Είναι άνθρωποι πραγματικοί, με πάθη, με εντάσεις, με στιγμές δύσκολες, πικρές, λάθη κι εγωισμούς… Άνθρωποι φθαρτοί, όπως όλοι μας. Μα δίνουν τόσο γενναιόδωρα το Φως τους, που μοιάζουν σα να υπάρχουν από πάντα, σαν να είναι θεοί – που δεν αποζητούν να τους λατρέψεις, μα να τους αγκαλιάσεις όπως αγκαλιάζεις τον αδερφό, τη μάνα, το παιδί σου.
Νιώθω πως ένας τέτοιος θεός έφτιαξε τον «Αύγουστο». Πως υπήρχε πριν από οτιδήποτε άλλο, πως φτιάχτηκε από τα εκείνα τα πρώτα υλικά του Σύμπαντος. Κι όντως κάπως έτσι έγινε… Κλείστηκε μέσα στο σπίτι για μέρες, χτυπημένος από έρωτα βαθύ κι απόλυτο. Η πόρτα δεν άνοιγε, ο Νικόλας ήταν κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους κι έγραφε. Έγραφε… Κι όταν βγήκε, παρέδωσε σε όλους μας τον «Αύγουστο».
Γράφω αυτό το κείμενο μια Κυριακή μεσημέρι. 17 έχει ο Απρίλης του 2011. Έτσι λέει το ημερολόγιο. Σήμερα που είπαν πως έφυγε από τη ζωή. Έφυγε το αγόρι του τελευταίου θρανίου, με το κόκκινο μαντήλι και το αιώνιο αυγουστιάτικο καλοκαίρι.
Δεν ξέρω αν θα πάει να συναντήσει τον Ρασούλη και του άλλους εκεί πάνω, όπως συνηθίζουμε να λέμε. Δεν ξέρω τι γίνεται εκεί… πού να ξέρω… φαντάζομαι…. Και οι εικόνες είναι θολές, σα να παίζουν μουσική μέσα στα σύννεφα… Δεν ξέρω… Δεν ξέρω τίποτα για το εκεί.
Ξέρω όμως για το εδώ. Και το ξέρει η ψυχή μου.
Ξέρει πως… από εκείνο το μακρινό αστέρι… από εκείνο είναι το Φως.
Κι εγώ ο τυχερός που το ‘χει δει.